- ψαμμοειδής
- -ές, ΝΑόμοιος με άμμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψαμμοειδῆ — ψαμμοειδής like sand neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ψαμμοειδής like sand masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ψαμμοειδής like sand masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαμμοειδέα — ψαμμοειδής like sand neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ψαμμοειδής like sand masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψαμμοειδές — ψαμμοειδής like sand masc/fem voc sg ψαμμοειδής like sand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek